εξελασια

εξελασια
    ἐξελασία
    ἐξελᾰσία
    ἥ pl. выгон скота в поле
    

(ἐξελασίαι καὴ νομαί Polyb.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εξελασια" в других словарях:

  • εξελασία — ἐξελασία, η (AM) [εξελαύνω] μσν. επίθεση, επιδρομή αρχ. 1. έξοδος ζώων για βοσκή («κατὰ τὰς ἐξελασίας καὶ νομάς», Πολ.) 2. εκστρατεία …   Dictionary of Greek

  • ἐξελασίας — ἐξελασίᾱς , ἐξελασία driving out fem acc pl ἐξελασίᾱς , ἐξελασία driving out fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξελασίαν — ἐξελασίᾱν , ἐξελασία driving out fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»